Όπως μαρτυρά και ο τίτλος, απόψε θα μιλήσουμε για την ψήφο. Σε μία εβδομάδα περίπου, καλούμαστε να συμμετάσχουμε σε μία εκλογική διαδικασία που ίσως καθορίσει την πορεία της χώρας για τις επόμενες δεκαετίες. Κι αν τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο τέτοιες φράσεις έχουν γίνει περίπου «κλισέ», η αλήθεια είναι ότι αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός κάθε εκλογών, είτε πριν, είτε μετά, είτε κατά τη διάρκεια μιας κρίσης. Να δίνουν, δηλαδή, τη δυνατότητα σε κάθε έναν από εμάς να επηρεάζει το μέλλον της χώρας μας, με έναν τρόπο που να είναι μετρήσιμος (χωρίς αυτό, βέβαια, να σημαίνει ότι ο πολιτικός και κοινωνικός ρόλος του καθενός μας εξαντλείται στη διαδρομή από και προς το εκλογικό κέντρο).
Ως πολίτης, λοιπόν, οφείλω να αντιληφθώ ότι η ψήφος μου αποτελεί όχι μόνο
δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση. Υποχρέωση κατά βάση ηθική. Υποχρέωση να θυμάμαι
ότι αυτό που για μένα αποτελεί θεμελιωμένο δικαίωμα, για άλλους αποτελεί
προνόμιο.
Υπάρχουν όμως και περισσότερο απτοί λόγοι για τους οποίους οφείλω να πάω να
ψηφίσω. Ο κύριος εξ’αυτών είναι ότι η ψήφος μου αποτελεί το βασικό μέσο ελέγχου
της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος. Γι’αυτό πρέπει, όχι μόνο να
πάω, αλλά και να έχω σκεφτει και αναλύσει πολύ σοβαρά τους λόγους της επιλογής
μου, ακολουθώντας τη λογική και βάζοντας στην άκρη προκαταλήψεις, πιέσεις και
συναίσθημα.
Στο δια ταύτα λοιπόν. Όταν ένας πολιτικός διεκδικεί την ψήφο μου προσπαθεί
(συνήθως) να με πείσει για δύο πράγματα: την αξιοπιστία του και τις θέσεις του.
Η αξιοπιστία αποτελεί το πρώτο βήμα προσέγγισης. Αν κάποιον δε μπορώ να τον
εμπιστευτώ, τότε αυτόματα οτιδήποτε και να μου πει δεν έχει νόημα να μπω στη
διαδικασία να το αξιολογήσω. Αποφασίζω, λοιπόν, πρώτα ποιος είναι πιθανά
αξιόπιστος και ακολούθως ασχολούμαι με τις θέσεις που μου προτείνει. Είναι
σχεδόν απίθανο να βρω κάποιο πολιτικό σχηματισμό που να με εκφράζει απόλυτα. Το
γεγονός αυτό είναι απολύτως λογικό και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί
δικαιολογία για να μην πάω να ψηφίσω. Ουσιαστικά, δηλαδή, ψηφίζω αυτόν που
θεωρώ ότι μπορώ να εμπιστευτώ και βρίσκεται πιο κοντά στις απόψεις μου.
«Ωραία όλα αυτά», θα πει κάποιος, «αλλά μήπως αναλώνεσαι στα προφανή; Έτσι
σκέφτομαι κάθε φορά και στο τέλος νιώθω προδωμένος». Και ακριβώς εκεί έρχεται
να μπει ο ελεγκτικός ρόλος του ψηφοφόρου. Το δικαίωμα που έχω να ξαναψηφίσω
και κυρίως το δικαίωμα να αλλάξω την ψήφο μου είναι αυτό που θα οδηγήσει το
πολιτικό σύστημα να είναι πιο ειλικρινές απέναντι μου.
Θα προσπαθήσω να το αναλύσω μέσα από ένα παράδειγμα. Ας φανταστούμε,
λοιπόν, την ψήφο ως ενός είδους συμβόλαιο μεταξύ ψηφοφόρου και υποψηφίου. Ο
υποψήφιος θέτει τις προϋποθέσεις και ο ψηφοφόρος αποφασίζει αν θα υπογράψει ή
όχι. Επιπλέον, οι όροι του συμβολαίου επαναδιατυπώνονται και
επαναδιαπραγματεύονται σε κάθε εκογική περίοδο. Έστω, λοιπόν, ότι ο ο υποψήφιος
το μόνο για το οποίο ενδιαφέρεται είναι να επανεκλεγεί. Ποιος είναι ο μόνος
τρόπος να πιεστεί να τηρήσει τους όρους του συμβολαίου; Να φοβάται ότι αν
δεν το κάνει, την επόμενη φορά, ο ψηφοφόρος θα επιλέξει κάποιον από τους
ανταγωνιστές του. Αν η ψήφος του θεωρηθεί δεδομένη, τότε δε δίνει στον
υποψήφιο κανένα απολύτως κίνητρο να τηρήσει τις δεσμεύσεις του.
Ένας πολύ χοντροκομμένος παραλληλισμός μπορεί να γίνει με τους πελάτες
κινητής τηλεφωνίας (η φύση των δύο καταστάσεων είναι τελείως διαφορετική, και
το παράδειγμα, σε καμία περίπτωση, δε στοχεύει να συγκρίνει τη σημασία μεταξύ
των δύο πράξεων). Ποιος καταναλωτής, λοιπόν, καταλήγει να απολαμβάνει τη
βέλτιστη δυνατή υπηρεσία; Μα φυσικά αυτός που έχει πείσει μια εταιρεία πως αν
δεν τον κρατά ικανοποιημένο θα τον χάσει από πελάτη. Και κυρίως αν αυτό δεν
περιορίζεται μόνο σε απειλή, αλλά έχει γίνει και πράξη στο παρελθόν. Και σε
περίπτωση που κάποιον δεν τον καλύπτει το παραπάνω, ας το θέσω και κάπως
διαφορετικά. Η σχέση μεταξύ κόμματος και ψηφοφόρου είναι ανάλογη με τη σχέση
ενός ζευγαριού. Όσο πιο δεδομένο θεωρεί ο ένας τον άλλο, τόσο λιγότερα του
δίνει. Όσο πιο απίθανη θεωρεί την εγκατάλειψη, τόσο λιγότερο είναι
διατεθειμένος να κάνει προκειμένου να αποδείξει την αφοσίωσή του.
Ο παραπάνω συλλογισμός, λοιπόν, απαντά εν μέρει και με την απαιτούμενη
συντομία, σε ένα από τα δύο ζητήματα που έχουμε θέσει και αφορά τη δυναμική
που παρέχει στον ψηφοφόρο η δυνατότητα να αλλάζει την ψήφο του. Της οποίας
δυνατότητας η σωστή χρήση μπορεί να πιέσει τον υποψήφιο να εφαρμόσει αυτά για
τα οποία είχε δεσμευτεί.
Το ερώτημα, όμως, που δεν τέθηκε ακόμα είναι «και γιατί να μπω εξ’αρχής σε
όλη αυτή τη διαδικασία, πηγαίνοντας να ψηφίσω;». Η απάντηση σε αυτό είναι
απλή και άμεση και δίνεται μέσα από το ίδιο παράδειγμα. Στις εκλογές, το
συμβόλαιο θα υπογραφεί ούτως ή άλλως. Το μόνο που μπορώ να καταφέρω μην
πηγαίνοντας να ψηφίσω είναι να δεσμευτώ με ένα συμβόλαιο του οποίου τους όρους
δεν έχω καν διαβάσει, και τους οποίους, μάλιστα, η συμπεριφορά μου δε δεσμεύει
κανέναν να τους τηρήσει. Μην πηγαίνοντας να ψηφίσω, δεν προσφέρω το παραμικρό
κίνητρο στον υποψήφιο για να φανεί αξιόπιστος. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει
κάτι στο οποίο να μπορεί να φανεί αξιόπιστος απέναντί μου, αφού δεν τον έχω
δεσμεύσει με την ψήφο μου.
Οπότε, καθίσταται προφανές ότι η μη-ψήφος αποτελεί τη μοναδική εκ προοιμίου
λανθασμένη επιλογή. Ουσιαστικά, αποτελεί μια οικιοθελή αποποίηση του
δικαιώματος του πολίτη-ψηφοφόρου να ελέγξει το πολιτικό προσωπικό, και να το
πιέσει να λειτουργήσει με αξιοπιστία και συνέπεια.
Πρωτού ολοκληρώσω, θα ήθελα να κάνω μία σύντομη παρατήρηση σε σχέση με τη
δομή του βασικού παραδείγματος. Στο παραπάνω παράδειγμα, δίνεται εσκεμμένα μία
πελατειακή μορφή στη σχέση μεταξύ ψηφοφόρου και υποψηφίου. Αυτό συμβαίνει
επιτηδευμενα με σκοπό να φανεί μία πιθανή παθογένεια του συγκεκριμένου
συλλογισμού. Προκειμένου η δέσμευση του υποψηφίου να είναι προς όφελος της
κοινωνίας, θα πρέπει ο ψηφοφόρος να ενδιαφέρεται για το κοινό καλό. Αν οι
απαιτήσεις του ψηφοφόρου κινούνται με γνώμονα το ατομικό συμφέρον και ενάντια
στο κοινωνικά επιθυμητό, η ταλάντευσή του ανάμεσα στους πολιτικούς σχηματισμούς
δύναται να δημιουργήσει μία «ρουσφετολογική» σχέση του με το πολιτικό σύστημα.
Αυτό σημαίνει ότι απλούστατα, ο ψηφοφόρος θα στηρίζει αυτόν που θα του
ικανοποιεί το πιο απαιτητικό τερτίπι, ακόμα και αν αυτό είναι εις βάρος της
κοινωνίας. Η μακροπρόθεσμη εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας, είναι αδύνατο
να συντηρηθεί υπό την ύπαρξη εντός της μίας κρίσιμης μάζας τέτοιου είδους
ψηφοφόρων. Τρανό παράδειγμα του απότοκου τέτοιου είδους συμπεριφορών αποτελεί η
σημερινή κατάσταση της Ελλάδας.
Συμπερασματικά, στόχος αυτού του άρθρου είναι να μας υπενθυμίσει τη σημασία
της εξάσκησκης, καθ’αυτής, του εκλογικού μας δικαιώματος, ως μέσο επιρροής στη
διαμόρφωση της πολιτικής κατάστασης. Κυρίως, όμως, να τονίσει τη δυναμική της
συνετής χρήσης του δικαιώματος αυτού, ως μέσο πίεσης προς τον πολιτικό κόσμο
για συνέπεια και αξιοπιστία. Αρχές σηματικότατες τόσο για την προσπέραση
οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων, όπως η τωρινή, όσο και για τη γενικότερη
εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας.
Νίκος Τσάκας

No comments:
Post a Comment